τριλέτες

τριλέτες
οι, Ν
(παλαιοντ.) απολιθωμένα σπόρια που αποδίδονται στο γένος ambitisporites τών πρωτόγονων τραχεοφύτων, τα οποία ανακαλύφθηκαν σε πετρώματα τού ανώτερου σιλουρίου στη Λιβύη, στην Ισπανία και στη Μεγάλη Βρετανία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”